- λιμπιστός
- -ή, -ό [λιμπίζομαι]αυτός που προκαλεί σφοδρή επιθυμία, λαχταριστός, ζηλευτός, ποθητός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιμπιστός — ή, ό λαχταριστός: Λιμπιστά φρούτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)